ακτοφύλακας

ακτοφύλακας
[-αξ (-ακος)] ο матрос береговой охраны

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ακτοφύλακας" в других словарях:

  • ακτοφύλακας — (και ακτοφύλαξ, ακος), ο 1. φύλακας, φρουρός τής ακτής 2. αυτός που ανήκει στη δύναμη τής ακτοφυλακής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτή + φύλακας] …   Dictionary of Greek

  • ακτοφρουρός — ο ο ακτοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτή + φρουρός, πρβλ. αγγλ. coast guard] …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»